κρυπτογράφημα

κρυπτογράφημα
το [κρυπτογραφώ]
κείμενο που έχει συνταχθεὶ σε απόκρυφη συνθηματική γραφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρυπτογράφημα — το, ατος κείμενο γραμμένο με συνθηματική γραφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ …   Dictionary of Greek

  • συμβολισμός — Λογοτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε και επικράτησε στη Γαλλία μεταξύ 1885 και 1900 ως αντίδραση στον παρνασσισμό (παρνασσιακοί), που ήθελε μια ποίηση ουσιαστικά αντιπροσωπευτική της μορφής και των χρωμάτων, και στο νατουραλισμό, που υποστήριζε μια… …   Dictionary of Greek

  • Γκόρκι, Άρσιλ — (Arshile Gorky, Σότσι, Αρμενία 1904 – Σέρμαν, ΗΠΑ 1948). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού ζωγράφου, αρμενικής καταγωγής, Βοστάνιγκ Αντοϊάν. Στις ΗΠΑ εγκαταστάθηκε το 1920. Αρχικά εμπνεύστηκε από τον Σεζάν και τον Πικάσο, γρήγορα όμως… …   Dictionary of Greek

  • αποκρυπτογραφώ — ησα, ήθηκα, φημένος, ερμηνεύω κρυπτογράφημα: Οι μυστικές στρατιωτικές υπηρεσίες προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τα κρυπτογραφήματα των πιθανών αντιπάλων τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”